Οι αυξήσεις στην τιμή του ελαιολάδου δεν καλύπτουν τη χασούρα του παραγωγού

Μειωμένη σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα χαρακτηρίζει την παραγωγή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, ο διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), Γιώργος Οικονόμου. Όπως εξηγεί μιλώντας στην «ΥΧ», οι τιμές «έχουν παρουσιάσει μία αύξηση και είναι περίπου στο επίπεδο των 4 ευρώ. Εξαρτάται όμως από την περιοχή».

 

 

Όπως επισημαίνει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Σητείας, Μανώλης Μαυροματάκης, η παραγωγή κυμάνθηκε γύρω στους 5.000 τόνους, μειωμένη κατά περίπου 50% σε σχέση με μια κανονική χρονιά, στο 1/3 δηλαδή μιας πολύ καλής, καρποφόρας χρονιάς. «Οι οξύτητες ήταν αναλογικά στα ίδια επίπεδα με τα άλλα χρόνια. Στα τελευταία ελαιόλαδα, όμως, αυξήθηκαν λίγο λόγω της δακοπροσβολής την τελευταία στιγμή», εξηγεί. Όσο για τις τιμές είναι ανεβασμένες. «Αυτήν τη στιγμή, και για αρκετό χρονικό διάστημα, είναι στα 3,80 ευρώ/κιλό», ενώ σημειώνει πως κάποια στιγμή έπιασε και τα 3,93 ευρώ. «Θεωρώ ότι ίσως πάρει λίγο πιο πάνω μετά».

Μειωμένη και η παραγωγή στη Λακωνία. «Σε ολόκληρο τον νομό είναι πάνω από 50% η ζημιά», τονίζει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του ΔΣ της ΚΑΣΕΛΛ, Νίκος Γραμματικάκης. «Στη δική μας περιοχή, στη νότια Λακωνία, είναι αρκετά καλές οι ποιότητες», σημειώνει. Όσο για τις τιμές, είναι αυξημένες κατά 20% με 30% σε σχέση με πέρσι. Η μέση τιμή κυμαίνεται στα 4,25-4,30 ευρώ/κιλό.

Σύμφωνα με τον διευθυντή της ΣΕΒΙΤΕΛ, υπάρχει μια επιφυλακτικότητα από τους παραγωγούς «που δεν πουλάνε, γιατί από τη μία ελπίζουν, ίσως, σε κάποια ακόμα αύξηση, από την άλλη είναι και οι εκκρεμότητες με τα φορολογικά». Όπως εξηγεί, αυτή η κατάσταση έχει επηρεάσει και την εμπορία της τυποποίησης στο εσωτερικό κυρίως. «Όχι ότι υπάρχει θέμα αναζήτησης ποσοτήτων, δεν φτάνουμε σε αυτό το επίπεδο. Απλά, υπάρχει μια επίπτωση στις τιμές και στον όγκο της διακίνησης, κυρίως ως προς τις εξαγωγές χύμα. Οι εξαγωγές τυποποιημένου δεν φαίνεται να έχουν επηρεαστεί μέχρι στιγμής. Γιατί, ως πλεονασματική χώρα, έχουμε τις ποσότητες που χρειάζονται οι εξαγωγικές επιχειρήσεις για να διακινήσουν».

Όλοι συμφωνούν πάντως ότι καταγράφεται και μείωση της κατανάλωσης. Σύμφωνα με τον κ. Οικονόμου εκτιμάται ότι η κατανάλωση είναι μειωμένη κατά 10%-15% σε σχέση με πέρσι. «Ο καταναλωτής κάνει πιο ορθολογική χρήση του ελαιολάδου, ο καθένας προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το ελαιόλαδο –επειδή είναι και λίγο ακριβότερο– στις απόλυτα βασικές χρήσεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι έχει κερδίσει αντίστοιχο μερίδιο το σπορέλαιο».

Η Ισπανία θα δείξει την τιμή του ελαιολάδου

του Βασίλη Ζαμπούνη

Αν και η συγκομιδή έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, κυριαρχεί σκηνικό αβεβαιότητας. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα στην Ισπανία, που –ως γνωστόν– αποτελεί το βαρόμετρο. Η φετινή συγκομιδή ήταν όψιμη και οι μέχρι τώρα ποσότητες είναι μειωμένες σε σύγκριση με τις περσινές. Γι’ αυτό, άλλωστε, και διατηρείται το ανοδικό μομέντουμ των τιμών. Εάν τα στοιχεία του Φεβρουαρίου είναι ικανοποιητικά, όπως ήταν του Ιανουαρίου που ανήλθαν στους 530.000 τόνους περίπου, τότε η ισπανική παραγωγή θα κυμανθεί γύρω στους 1,35 εκατ. τόνους, εξασφαλίζοντας μια σχετική ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Διαφορετικά, οι ελλείψεις θα γίνουν ακόμη πιο ορατές, στέλνοντας τις τιμές στα ύψη.

Η Ιταλία έχει και πάλι μία πολύ κακή χρονιά και δεν θα πιάσει ούτε τους 200.000 τόνους, γι’ αυτό, άλλωστε, πραγματοποιεί συνεχώς αγορές (εισαγωγές), κυρίως από Ισπανία. Η Τυνησία, μετά τη χρονιά ρεκόρ των 330.000 τόνων, φέτος με δυσκολία κινείται στους 90.000 τόνους, αδυνατώντας να καλύψει τις ελλείψεις της Ιταλίας και της Ισπανίας.

Για την Ελλάδα, η χρονιά 2016-2017 εξελίσσεται σε μια από τις πιο καταστροφικές εμπορικές περιόδους των τελευταίων δεκαετιών. Οι ποσότητες της παραγωγής διαρκώς αναθεωρούνται προς τα κάτω, έχοντας ήδη φτάσει τους 160.000 τόνους. Δυστυχώς, πολύ έντονα ήταν κατά περιοχές και τα ποιοτικά προβλήματα, όχι μόνο λόγω εκτεταμένης δακοπροσβολής, αλλά και από άλλους μύκητες, όπως το γλοιοσπόριο, ιδίως στη Νοτιοδυτική Ελλάδα (Μεσσηνία). Στα προβλήματα αυτά δεν έχουν δοθεί ξεκάθαρες απαντήσεις και, μάλλον, πρόκειται για συνδυασμό αιτιών, όπως οι κλιματολογικές συνθήκες (υψηλές θερμοκρασίες τον προηγούμενο χειμώνα και αυξημένη υγρασία), η περιβόητη «κλιματική αλλαγή», αλλά και οι ελλιπείς καλλιεργητικές φροντίδες.

Παρά τη σημαντική άνοδο των τιμών, ωστόσο, είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι η παγκόσμια ζήτηση καταφέρνει και την απορροφά, ώστε να μην συσσωρεύονται αποθέματα. Σ’ αυτό συντελεί και το αδύναμο ευρώ, που υποβοηθά τις εξαγωγές από τις ευρωπαϊκές ελαιοπαραγωγικές χώρες προς την υπόλοιπη διεθνή αγορά.

Ο Έλληνας ελαιοπαραγωγός συνεχίζει, για μια ακόμη χρονιά, να «απολαμβάνει» τις χαμηλότερες τιμές από τους συναδέλφους του των άλλων χωρών, λαμβάνοντας υπ’ όψη πάντοτε τις συγκρίσιμες ποιότητες.

Η Λακωνία συνεχίζει να διατηρεί τις υψηλότερες εσωτερικές τιμές (έως και 4,35 ευρώ/κιλό), με τη Σητεία να αγγίζει τα 3,9 ευρώ και την υπόλοιπη Κρήτη, αλλά και Πελοπόννησο, να κινούνται γύρω στα 3,6 ευρώ/κιλό (πάντοτε για τιμές βυτίου ex factory). Σε σύγκριση με τις τιμές αυτές, το πραγματικό ιταλικό έξτρα παρθένο ξεπερνά τα 6,0 ευρώ/κιλό, ενώ, ακόμη και τα συνήθη ισπανικά έξτρα ετοιμάζονται να σπάσουν το φράγμα των 4 ευρώ.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ισπανία έχει σχεδόν εξισωθεί η τιμή του «έξτρα παρθένου» με το ραφινέ, ενώ και το λαμπάντε 5ο στην Ελλάδα βρίσκεται στα 2,9 ευρώ.

Μετά από ένα χειμώνα με ακραία καιρικά φαινόμενα σε βροχές, κρύα, χιόνια, κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να προβλέψει πώς έχουν επηρεαστεί τα ελαιόδεντρα εν όψει της νέας χρονιάς 2017-2018. Άρα, οι πρώτες σαφείς ενδείξεις της άνοιξης θα καθορίσουν και την περαιτέρω πορεία των τιμών.

 

της Γεωργίας Μπόχτη

ΠΗΓΗ