Μετά την συνεδρίαση της 29ης-30ης Ιουνίου 2024 του Μεταβατικού Πανελλαδικού Συντονιστικού της Νέας Αριστεράς ανακοινώθηκε ο απολογισμός εκλογικού αποτελέσματος ευρωεκλογών 9ης Ιουνίου
Το GoSerres θα σταθεί σε κάποια σημεία του απολογισμού που ανακοινώθηκαν και αφορούν τις δυνάμεις της Νέας Αριστεράς.
Βασικό σημείο που πρέπει να σταθούμε είναι σίγουρα η σημείωση ότι η Νέα Αριστερά «έθεσε έμπρακτα ζητήματα συγκρότησης πολιτικών και κοινωνικών μετώπων απέναντι στη Δεξιά» κάτι το οποίο πρέπει στο μέλλον να είναι πιο φανερό στα αυτιά των προοδευτικών πολιτών καθώς το στοίχημα της εποχής μας είναι η συνεργασία του ευρύτερου χώρου της κεντρο Αριστεράς. Να μειώσουμε τις φωνές στο τι μας χωρίζει και να σηκώσουμε λίγο ψηλότερα όσα μας ενώνουν.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η άποψη ότι «Η αντιστοίχιση στην κοινή γνώμη της Νέας Αριστεράς ως μία «καλή εκδοχή» του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ περιόρισε την επιρροή της». Είναι κάτι το οποίο προσπάθησε το κόμμα να περάσει στην κοινή γνώμη κρίνουμε όμως από το αποτέλεσμα δεν το πέτυχε και διαφωνούμε με το συμπέρασμα.
Τέλος θα σταθούμε στο ότι η Νέα Αριστερά κυρίως στηρίχθηκε σε ψηφοφόρους πρώην του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα του ευρύτερου χώρου έστω και σε μικρότερα ποσοστά.
Αναλυτικά ο απολογισμός της Νέας Αριστεράς :
Το εκλογικό αποτέλεσμα της Νέας Αριστεράς ήταν υποδεέστερο των προσδοκιών και συνιστά αδιαμφισβήτητα αποτυχία. Στόχος της Νέας Αριστεράς ήταν η εκλογή ενός/μιας ευρωβουλευτή και η καταγραφή ενός εκλογικού ποσοστού που θα επέτρεπε στο κόμμα να παίξει ρόλο πολιτικού καταλύτη στην ευρύτερη υπόθεση της ανασύνθεσης της Αριστεράς, μίας διαδικασίας ιστορικά και κοινωνικά επιβεβλημένης. Το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να αναλυθεί και να αξιολογηθεί το επόμενο χρονικό διάστημα για να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα για τους λόγους της αποτυχίας αυτής.
Η Νέα Αριστερά έδωσε την μάχη των εκλογών 1) με ταυτοτικούς όρους ως πολιτική δύναμη της Αριστεράς, 2) βάζοντας 5+1 πολιτικές αιχμές που καθόρισαν το περιεχόμενο και το πολιτικό της στίγμα και 3) διεκδικώντας ρόλο πολιτικού καταλύτη την επόμενη μέρα στις διεργασίες για την ανασύνθεση της Αριστεράς και τη δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών μετώπων απέναντι στην ηγεμονία της Δεξιάς. Και τα τρία αυτά σημεία αναδείχθηκαν όσο ήταν δυνατόν στις δημόσιες εκφωνήσεις των στελεχών και των υποψηφίων.
Η εκλογική μάχη ως «πολιτική δύναμη της Αριστεράς», ως η δύναμη που μάχεται για την Αριστερά του 21ου αιώνα και τον Σοσιαλισμό με Δημοκρατία και Ελευθερία, είχε νόημα στο πλαίσιο της απαξίωσης του χώρου και της δεξιάς στροφής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλωστε η Νέα Αριστερά δεν αποτελεί παρθενογένεση, αλλά τα μέλη της έχουν τη δική τους πορεία στην πολιτική ζωή του τόπου. Στο πλαίσιο αυτό αναδείχθηκαν αιχμές όπως η αντίθεση στον πόλεμο, του εξοπλισμούς και την Ε.Ε. ως πολεμική οικονομία, η ανάγκη φορολογίας των πλουσίων και της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, η κοινωνικά δίκαιη πράσινη μετάβαση και η προσιτή στέγη για όλους και όλες. Με αυτό τον τρόπο αποπειράθηκε οι αιχμές αυτές να συμβολίσουν τόσο τα πεδία και τις προτεραιότητες, όσο και την κατεύθυνση της πολιτικής της Νέας Αριστεράς.
Επιπλέον, η Νέα Αριστερά αντιλαμβανόμενη τις μικρές τις δυνάμεις και για να αποφύγει τον «μικρομεγαλισμό» έθεσε έμπρακτα ζητήματα συγκρότησης πολιτικών και κοινωνικών μετώπων απέναντι στη Δεξιά και την ακροδεξιά. Επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται το κοινωνικό αίτημα του προοδευτικού χώρου για να «νικηθεί ο Μητσοτάκης», η Νέα Αριστερά προσπάθησε επανειλημμένα να πολιτικοποιήσει το κοινωνικό αυτό αίτημα, να του δώσει πολιτικό περιεχόμενο και να μην μείνει μόνο στην επικοινωνία.
Η Νέα Αριστερά έλαβε ποσοστό 2,45% που αντιστοιχεί σε 97.554 ψήφους. Η βασική δεξαμενή των ψήφων της Νέας Αριστεράς ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Το 8,1% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιου του 2023 ψήφισαν Νέα Αριστερά (που μεταφράζεται σε 1,5% στις πρόσφατες ευρωεκλογές). Αντίστοιχα από τους ψηφοφόρους του ΜΕΡΑ25 τον Ιούνιο του 2023, η Νέα Αριστερά πήρε το 4,7%, από την Πλεύση Ελευθερίας το 3,1%, από το ΚΚΕ το 2% και 0,9% από το ΠΑΣΟΚ. Επομένως γίνεται αντιληπτό εύκολα ότι πέραν ένα τμήματος ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, το εκλογικό ακροατήριο της Νέας Αριστεράς δεν επεκτάθηκε στα άλλα κόμματα της Αριστεράς και του προοδευτικού χώρου. Ακόμα και το ποσοστό των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Ιουνίου του 2023 είναι μικρό αναλογικά με την οργανωτική υπόσταση της Νέας Αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι πέραν των μελών που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ, οι ψηφοφόροι που πείστηκαν να ψηφίσουν Νέα Αριστερά παρέμειναν περιορισμένοι/ες από αυτή τη δεξαμενή.
Ο βασικός λόγος για την περιορισμένη εκλογική επιρροή στο ακροατήριο που βρίσκεται μεταξύ της Νέας Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το γεγονός ότι πολλοί/ες ψηφοφόροι, ανεξάρτητα αν συμφωνούσαν περισσότερο με τη Νέα Αριστερά ή είχαν αρνητική γνώμη για τον Σ. Κασσελάκη, προτίμησαν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί θεωρούσαν πως με αυτό τον τρόπο στέλνουν ένα πιο ισχυρό μήνυμα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οτι δηλαδή η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να μείωνε τη διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία, είχε περισσότερο αντίκτυπο από την ψήφο στη Νέα Αριστερά, ακόμα κι αν αυτή η ψήφος της επέτρεπε στην τελευταία να μπει στον ευρωκοινοβούλιο.
Η αποτυχία εξήγησης της χρησιμότητας της ψήφου στη Νέα Αριστερά σε αυτό το ακροατήριο βρίσκεται στην καρδιά της εκλογικής αποτυχίας. Αυτή η αποτυχία μπορεί να εξηγηθεί από διαφορετικούς παράγοντες, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς. Ο σημαντικότερος όμως είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς στην χώρα μας είναι εγκλωβισμένο στην λογική του κυβερνητισμού. Μετά την ιστορική τομή του 2015 και με ευθύνη και της σημερινής Νέας Αριστεράς, η «κοινωνικά χρήσιμη» Αριστερά έγινε συνώνυμο αποκλειστικά της κυβερνητικής Αριστεράς.
Κυβερνητισμός δεν είναι να επιδιώκεται η επιρροή ή η συμμετοχή της Αριστεράς σε μία κυβέρνηση. Αυτό είναι θεμιτό. Κυβερνητισμός είναι αυτό να γίνεται χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ιδεολογία, χωρίς σχέδιο. Η κυβέρνηση ως αυτοσκοπός δηλαδή. Ετσι χάθηκε η αυτοτέλεια της χρησιμότητας της Αριστεράς μέσα από τις μάχες στο κοινωνικό επίπεδο, στον χώρο των ιδεών και στα κοινωνικά κινήματα. Η εμπέδωση αυτής της αντίληψης από ένα ευρύ ακροατήριο της Αριστεράς οδηγεί σήμερα στη συρρίκνωση του χώρου στον οποίο μπορεί να απευθυνθεί μία αριστερή πολιτική δύναμη.
Και έτσι θεωρήθηκε, από ένα εν δυνάμει εκλογικό ακροατήριο της Νέας Αριστεράς, πιο χρήσιμη μία μικρότερη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ, από ότι μία ισχυρότερη Νέα Αριστερά.
Άλλο αίτιο είναι ότι η Νέα Αριστερά, από την αρχή της συγκρότησής της, αντιμετώπιζε ένα δομικό πρόβλημα φυσιογνωμίας. Το γεγονός ότι προέκυψε από μία διάσπαση με χαρακτηριστικά πολιτικής κριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά την ίδια στιγμή τα κεντρικά της στελέχη ήταν προβεβλημένα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και μετέπειτα στελέχη πρώτης γραμμής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δημιούργησε εύλογη σύγχυση στο κόσμο.
Η σύγχυση αυτή δεν επιλύθηκε ποτέ αφού η Νέα Αριστερά δεν αποτίμησε κριτικά τη θέση της απέναντι στην κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019, αλλά και δεν βάθυνε την αυτοκριτική της για την περίοδο 2019-2023, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στην αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν έκανε ποτέ τις απαραίτητες οριοθετήσεις που θα ξεκαθάριζαν στην κοινή γνώμη την πολιτική της στάση απέναντι στα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος. Η αντιστοίχιση στην κοινή γνώμη της Νέας Αριστεράς ως μία «καλή εκδοχή» του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ περιόρισε την επιρροή της, αφού σε αυτή την περίπτωση το εκλογικό σώμα θα προτιμήσει την αυθεντική εκδοχή.
Επιπλέον είναι αντικειμενικό γεγονός η έλλειψη αναγνωρισιμότητας της Νέας Αριστεράς. Πολλές φορές στην προεκλογική περίοδο ερχόμασταν αντιμέτωποι/ες με αυτή την έλλειψη αναγνωρισιμότητας. Αυτό προφανώς σχετίζεται με τον μικρό χρόνο ζωής και τους χαμηλούς οικονομικούς πόρους. Τα αντικειμενικά αυτά προβλήματα δεν μπορούν να χρησιμεύσουν όμως ως δικαιολογίες. Αδιαμφισβήτητα, χάθηκε χρόνος στην αρχή του εγχειρήματος. Ακόμη, θα μπορούσε να έχει γίνει περισσότερη δουλειά για την μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα του εγχειρήματος.
Ενας άλλο παράγοντας της εκλογικής αποτυχίας είναι η έλλειψη κοινωνικών ερεισμάτων και γείωσης. Η Νέα Αριστερά, όπως και σε μεγάλο βαθμό και ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε κενό στην κοινωνική γείωση σε μαζικούς χώρους και συλλογικούς χώρους.
Η παρουσία των δυνάμεών της στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι χαμηλή. Το ίδιο ισχύει για την τοπική αυτοδιοίκηση και τους επαγγελματικούς/επιστημονικούς φορείς. Η παρέμβαση της Νέας Αριστεράς στη νεολαία είναι οριακά υπαρκτή. Αυτό πιστοποιείται άλλωστε και από τα εκλογικά αποτελέσματα, όπου στις ηλικίες 17-24 η Νέα Αριστερά έλαβε 1,7% ενώ στις ηλικίες 25-34 έλαβε 1,9%.
Τα κενά αυτά σε κοινωνικά ερείσματα δεν είναι προφανώς μία καινοφανής κατάσταση αλλά προέρχονται από την αντίστοιχη ελλιπή γείωση από την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η κατάσταση λειτούργησε ανασταλτικά προς την οργανωτική ανάπτυξη, την κοινωνική αναγνωρισιμότητα αλλά και την στελέχωση του ψηφοδελτίου με πιο μαζικά στελέχη προερχόμενα από κοινωνικούς χώρους και φορείς. Ειδικά το τελευταίο ήταν μία κρίσιμη παράμετρος που επηρεάζει το εκλογικό αποτέλεσμα. Παρά το γεγονός ότι η Νέα Αριστερά συγκρότησε ένα εξαιρετικό ψηφοδέλτιο, αυτό θα μπορούσε να έχει ενισχυθεί με καλύτερη γεωγραφική αντιπροσωπευτικότητα και με υποψηφίους/ες με πιο μαζική απεύθυνση.
Το αρνητικό αποτέλεσμα της Νέας Αριστεράς σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει υποστολή της σημαίας. Αντιθέτως σημαίνει ότι πρέπει να καταβάλουμε μεγαλύτερες προσπάθειες τόσο για την κατανόηση των αιτιών της αποτυχίας όσο και για να αναλάβουμε δράση για την αλλαγή των συσχετισμών και της ανατροπή της ηγεμονίας της δεξιάς και της ακροδεξιάς