Ντοπιολαλιές Σερραίων: Δαρνακοχώρια

Κάθε τόπος έχει τις γλωσσικές του ιδιαιτερότητες – γλωσσικά ιδιώματα, που οφείλονται σε ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες στο πέρασμα του χρόνου.

Η ελληνική κοινωνία, ειδικότερα στις αγροτικές περιοχές, παρέμεινε κλειστή μέχρι τη δεκαετία του ’60. Ελάχιστοι ταξίδευαν και ακόμη λιγότεροι φεύγανε για σπουδές και η τηλεόραση δεν είχε μπει παρά σε ελάχιστα αστικά σπίτια.  Η απομόνωση αυτή σε συνδυασμό με τα 530 χρόνια τούρκικης κατοχής καθώς και δύο περιόδους βουλγάρικης έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στη διατήρηση ενός ιδιαίτερου λεξιλογίου από τους κατοίκους των Δαρνακοχωρίων, τους λεγόμενους Δαρνάκες ή Νταρνάκες.

Τα Δαρνακοχώρια αποτελούνται από πέντε χωριά που συνορεύουν μεταξύ τους. Ξεκινώντας από δυτικά προς ανατολικά αυτά τα χωριά είναι: το Νέο Σούλι (Σουμπάσκιοϊ), το Χρυσό (Τοπόλιανη), το Άγιο Πνεύμα (Βεζνίκο), η Πεντάπολη (Σαρμουσακλή) και ο Εμμανουήλ Παπας (Δοβίστα).

Χαρακτηριστικό των λέξεων του ιδιώματος αυτού είναι η έλλειψη πολλών φωνηέντων ενώ η συγκοπή τους είναι χαρακτηριστική. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι αποστάσεις στα χωράφια καθιστούσαν δύσκολη την επικοινωνία με αποτέλεσμα το απότομο “κόψιμο” λέξεων ενώ άλλοι θεωρούν ότι το ψυχρό κλίμα οδήγησε στην αποφυγή των φωνηέντων καθώς έτσι απέτρεπαν τον κρύο αέρα να εισέρχεται στο στόμα τους.

Συχνά παρατηρείται στο Δαρνάκικο ιδιώμα στα υποκοριστικά η κατάληξη “ουδ” όπως κορτσούδ, παιδούδ, ψωμούδ, παραθρούδ κ.α. ενώ στα μεγεθυντικά οι καταλήξεις “αρα” και “αρους” όπως σκύλαρους, γάταρους, τσανακάρα, καφελκάρα κ.α.

Ο σχηματισμός της προστακτικής είναι ενδιαφέρον όπου χρησιμοποιείται η κατάληξη “θους” όπως ντυθούς, πλυθούς κ.α.

Ας δούμε μερικές λέξεις με τη σημασία τους.

μούτσκα – μούρη

αμπλώχνω – φυτεύω

φτίνα – πήλινο δοχείο για ελιές ή λάδι

ραγάνα – ο συχνά ενοχλητικός

τσιρβούλ'(ια) – ήταν ελαφριά υποδήματα φτιαγμένα από δέρμα ζώου

λείξα – λιχουδιά

πόφκα – ψέμα

ζαρίφς – κομψός, ευγενικός

μπόλκο – αρκετό

μουλώνω – κρατάω το στόμα μου κλειστό

αντιπατάρα – αντιγραφή

ντουρντουβάκι – ο χαζός

σνιουρίζουμι – συνερίζομαι

κουνίδια – αβγά από ψείρες

νιμίγω – ανακατεύω

κ’λικ’ – μικρή πίτα, αντίστοιχο με το σημερινό τσουρέκι

μάνισε – θύμωσε

λιχνητήρι – γεωργικό εργαλείο που χρησιμεύει να ξεχωρίσει το σιτάρι από το άχυρο

αρναούτκου κιφάλι – ο ξεροκέφαλος

κοτσιάν – κοτσάνι

τσιαπάν – εκεί πάνω

τουν ψιμάτσα – του είπα ψέματα

τ’ς τό ‘καμα – του το έκανα

τούρνα μπαϊρίσια – ο εκτός τόπου και χρόνου

ζούρντιλο – βερίκοκο

κφος – κουφός

δλιά – δουλειά

ζντού – στο

μλαλάς – κουτός

μνίσκου – μένω

αρμούδα – πρόχειρο φαγητό με νερό, ξύδι, αλάτι και σκόρδο

ζβάρνα – γεωργικό εργαλείο (τα πήρε ζβάρνα – τα διέλυσε, γκρέμισε)

αφτνού – αυτουνού

ξέσπρα – τέλειωσα τη σπορά

αλατζμένου – αλατισμένο

στα κλεφκά – στα κρυφά

ούρδα – μυζήθρα

μπίμπλια – στραγάλια

γιάμα – κλεψιά ή πέταμα

ιτς – καθόλου, τίποτα

βατσίνα – βατόμουρα

σιτζίμ – λεπτό και ανθεκτικό σκοινί

τζιαμπαις – ζωέμπορος

ντεμέκ – τάχα

λάλις – θείος

μπατζιακ – μηρός, μπούτι

βούζα – κοιλιά

μαντζάνα – μελιτζάνα

τσακζμα – τσάκισμα

Το νταρνάκικο λεξιλόγιο στην συντριπτική του πλειονότητα αποτελείται από ελληνικές λέξεις ενώ υπάρχουν και δάνεια από ξένες γλώσσες κυρίως τούρκικα και σλάβικα. Οι επιδράσεις αυτές δεν αλλοιώνουν τον ελληνικό χαρακτήρα του ιδιώματος μαρτυρούν ωστόσο την επιρροή των κατακτητών.