Η Ευρώπη θέλει αλλά δε μπορεί…

Η υλοποίηση του οράματος μετεξέλιξης της Ευρώπης από ήπειρο συγκρούσεων, αδικίας και κοινωνικών ανισοτήτων, σε ήπειρο ειρήνης, δικαιοσύνης και αμοιβαία επωφελούς οικονομικής  ανάπτυξης, αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της ιστορίας της.

Του Γιάννη Χουβαρδά
Πολιτικού Επιστήμονα

Κάθε φορά όμως που τα κράτη της Ευρώπης αποφασίζουν να αφήσουν πίσω τις διαχρονικές μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, ώστε να προσπαθήσουν από κοινού να πραγματοποιήσουν το παραπάνω όραμα, το αποτέλεσμα είναι ακριβώς το ανάποδο.

Οι διάφορες απόπειρες «ένωσης» της Ευρώπης κατέδειξαν, πως αυτή είναι αδύνατο να προχωρήσει χωρίς αδικίες και συγκρούσεις, οι οποίες κάποια στιγμή τελικά θα τινάξουν όλο το εγχείρημα στον αέρα και μάλιστα με πολύ βίαιο τρόπο.

Η βασική αιτία, που καταδικάζει διαχρονικά το όραμα για τη δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης

Με το παρόν άρθρο θέλουμε να αναδείξουμε τη βασική αιτία, που καταδικάζει διαχρονικά το όραμα για τη δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης της αλληλεγγύης, της ευημερίας, της ειρήνης, της ασφάλειας, της δικαιοσύνης και της, ισοτιμίας σε παταγώδη αποτυχία.

Ως αφετηρία για να ξετυλίξουμε το κουβάρι της «ευρωπαϊκής αποτυχίας» θα καταδείξουμε το γεγονός, πως η σκέψη της ένωσης των ευρωπαϊκών κρατών έχει την ίδια ηλικία με τις μεταξύ τους διαμάχες.

Πριν τη ρωμαϊκή κατάκτηση οι πληθυσμοί της Ευρώπης (με εξαίρεση τους νότιους), διαβιούν με ελάχιστα αγαθά. Αυτά ίσα που ξεπερνούν την ποσότητα που απαιτείται για να διατηρηθούν οι κοινωνίες τους.

Τα επιπλέον αγαθά, πέρα από αυτά που χρειάζεται η κοινωνία για να επιβιώσει, συνθέτουν τον «πλούτο» που αυτή διαθέτει. Ο «πλούτος» αυτός είναι λίγος, άρα και οι εσωτερικές ανισότητες των κοινωνιών είναι μικρές.

Ο ελάχιστος «πλούτος» αυτών των κοινωνιών καταλήγει στα χέρια των οπλαρχηγών τους, χωρίς να χρειάζεται για το σκοπό αυτό κάποιος αναπτυγμένος μηχανισμός εξαναγκασμού. Άλλωστε οι στρατιωτικές υπηρεσίες που προσφέρει στην κοινωνία αυτή η «στρατιωτική δικτατορία», αρκούν για να γίνουν κοινά αποδεκτά τα μικρά προνόμια της.

Εξαιτίας αυτής της κατάστασης η λειτουργία των κοινωνιών δεν προϋποθέτει αναπτυγμένες κρατικές δομές. Τα στοιχεία που συνηγορούν στην ύπαρξη κράτους βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης. Κύριο στοιχείο κοινωνικής οργάνωσης παραμένει το γένος και η φυλή.

Παράλληλα ο «πλούτος» της ηπείρου δεν επαρκεί για να συντηρηθούν όλες οι φυλές που την κατακλύζουν. Έτσι οι φυλές αναγκάζονται να πολεμούν μεταξύ τους για την επιβίωση. Όσες από αυτές ηττώνται, διαλύονται ή αποχωρούν για άλλες περιοχές.

Εκείνη την εποχή δεν υπάρχουν ακόμα οι προϋποθέσεις για να εμφανιστεί η ιδέα της ευρωπαϊκής ένωσης.

Οι ρωμαϊκές κατακτήσεις αλλάζουν τα δεδομένα

Όμως οι ρωμαϊκές κατακτήσεις αλλάζουν τα δεδομένα. Στις χώρες που καταλαμβάνουν οι Ρωμαίοι θεμελιώνεται ο δουλοκτητικός τύπος οικονομικής οργάνωσης, που προκαλεί άλμα στην οικονομική ανάπτυξη. Αντίστοιχο άλμα συντελείται και στην πρωτόγονη κοινοτική οικονομία των γερμανικών φυλών, που συνορεύουν και εμπορεύονται με τις ρωμαϊκές επαρχίες.

Ο «πλούτος» κατακλύζει την Ευρώπη. Όσο όμως αυτός αυξάνεται, μεγαλώνουν και οι ανισότητες στο εσωτερικό των κοινωνιών. Οι «εμφύλιες» συγκρούσεις γιγαντώνονται.

Ο φυλετικός τύπος κοινωνικής οργάνωσης καθίσταται ανεπαρκής. Η ανάγκη ύπαρξης κράτους, δηλαδή ενός αναπτυγμένου μηχανισμού εξαναγκασμού, ώστε το κοινωνικό σύνολο να αποδέχεται την όλο και πιο άδικη μοιρασιά του «πλούτου», γίνεται επιτακτικότερη. Οι Ρωμαίοι, που εδώ και εκατοντάδες χρόνια διαθέτουν αυτό το μηχανισμό, τον μεταφέρουν στις περιοχές που έχουν καταλάβει. Ταυτόχρονα και στις γερμανικές περιοχές η φυλετική κοινωνική οργάνωση προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Τα κρατικά στοιχεία ενισχύονται.

Η διάλυση του παρασιτικού δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τους Γερμανούς εισβολείς

Λίγους αιώνες αργότερα η διάλυση του παρασιτικού δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τους Γερμανούς εισβολείς και η σταδιακή αντικατάσταση της δουλείας από τη δουλοπαροικία, θα προκαλέσουν νέο άλμα στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτό σε συνδυασμό με τη χρόνια αλληλεπίδραση των Γερμανών με τον «πολιτισμό», θα ενταφιάσει και τα όποια απομεινάρια φυλετικής οργάνωσης υπήρχαν στις κοινωνίες τους. Πλέον στην Ευρώπη κυριαρχεί ο κρατικός τύπος κοινωνικής οργάνωσης.

Η κρατική οργάνωση κυριαρχεί στην Ευρώπη

Στη νέα εποχή που ανατέλλει οι διαμάχες μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών – κρατών δεν αφορούν την επιβίωση. Αυτό το ζήτημα έχει λυθεί. Αντίθετα αντικατοπτρίζουν την προσπάθεια του κάθε κράτους να σφετεριστεί τις πηγές «πλουτισμού» των υπολοίπων.

Οι διαμάχες αυτές έχουν τη ρίζα τους στο εσωτερικό της κάθε κοινωνίας.

Πιο συγκεκριμένα στο διαφορετικό τρόπο με τον οποίο μετέχουν στη διαδικασία παραγωγής, ανταλλαγής, κατανομής και κατανάλωσης του «πλούτου», οι διάφορες πληθυσμιακές ομάδες. Οι ομάδες αυτές συγκροτούν τις περίφημες κοινωνικές τάξεις.

Διαχρονικά η μεγαλύτερη διαφοροποίηση που υπάρχει ανάμεσα στις τάξεις, είναι ότι μια ελέγχει τους βασικούς συντελεστές της παραγωγής (παραγωγικές δυνάμεις), ενώ οι άλλες ελέγχουν καθόλου ή λίγους από αυτούς.

Οι παραγωγικές δυνάμεις χωρίζονται σε δύο κατηγορίες.

Αρχικά έχουμε τα μέσα με τα οποία συντελείται η παραγωγή. Π.χ ο ορυκτός πλούτος, το πόσιμο νερό, οι ενεργειακές πηγές, αλλά και οι ρομποτικές μηχανές, οι εργοστασιακές εγκαταστάσεις, τα γεωργικά μηχανήματα. Παράλληλα υπάρχει και η εργατική δύναμη του ανθρώπου. Το σύνολο των σωματικών και πνευματικών του ικανοτήτων, που τις χρησιμοποιεί για να «κινεί» τα μέσα παραγωγής.

Ο σχηματισμός των ταξικών κοινωνιών ολοκληρώνεται με την ιδιοποίηση των σημαντικότερων μέσων παραγωγής, από μια ομάδα του πληθυσμού. Αυτή η ομάδα διαμορφώνεται σε «μεγάλο ιδιοκτήτρια» κοινωνική τάξη.

Ωστόσο τα μέσα παραγωγής δεν παράγουν «πλούτο», αν δεν κινηθούν από την εργατική δύναμη του ανθρώπου. Όμως η εργατική δύναμη που βρίσκεται στο υλικό σώμα των «μεγάλο ιδιοκτητών» είναι λιγοστή.

Η αναγκαία, για την παραγωγή «πλούτου», ποσότητα εργατικής δύναμη βρίσκεται στο υλικό σώμα των άλλων τάξεων.

Από την άλλη μεριά οι υπόλοιπες τάξεις χρειάζονται ωφέλιμα αγαθά για να επιβιώσουν. Όμως η εργατική δύναμη που διαθέτουν και ίσως κάποια λίγα και μικρά μέσα παραγωγής, δε μπορούν να δώσουν από μόνα τους αυτά τα αγαθά. Για να συμβεί αυτό πρέπει να συνδεθούν με τα σημαντικά μέσα παραγωγής. Αυτά όμως ανήκουν στην «μεγάλο ιδιοκτήτρια» τάξη.

Συνεπώς αν τα δύο μέρη θέλουν να επιτύχουν τους σκοπούς τους, το πρώτο να πλουτίσει και το δεύτερο να επιβιώσει, είναι αναγκασμένα να συνδεθούν μεταξύ τους. Η σχέση όμως που θα συνάψουν δε θα είναι ισότιμη. Η πλευρά που παλεύει να επιβιώσει είναι σε πολύ δυσχερέστερη θέση από την πλευρά που θέλει να πλουτίσει.

Ο «πλούτος» που προκύπτει από την κίνηση των σημαντικών μέσων παραγωγής ανήκει σε αυτούς που τα κατέχουν. Δηλαδή στους «μεγάλο ιδιοκτήτες». Συνεπώς αυτοί θα έχουν και το πάνω χέρι στην μοιρασιά του. Τελικά στο «συμβόλαιο» που συνάπτεται ανάμεσα στα κοινωνικά μέρη, η «μεγάλο ιδιοκτήτρια» τάξη εξασφαλίζει συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι «πλούτου» από αυτόν που θα πάρουν οι υπόλοιπες τάξεις.

Όμως τα δύο μέρη δε συμβιβάζονται με το παρόν «συμβόλαιο» και διαρκώς παλεύουν να το αναπροσαρμόσουν. Αυτή η αδιάκοπη σύγκρουση προκαλεί το σχηματισμό ενός «ιδιαίτερου» κοινωνικού μηχανισμού, ο οποίος επιφορτίζεται με την τήρηση αυτού του «κοινωνικού συμβολαίου», το κράτος είναι γεγονός. Η επιτυχία όμως αυτού του καθήκοντος προϋποθέτει τη χειραγώγηση και το καταναγκασμό.

Έτσι το κράτος διαμορφώνεται ως η οργανωμένη δύναμη βίας, χάρη στην οποία λειτουργεί το όλο «σύστημα».

Εφόσον λοιπόν ο «πλούτος» της Ευρώπης ανήκει στους «μεγάλο ιδιοκτήτες», τότε και οι συγκρούσεις των κρατών γι’ αυτόν, θα εκφράζουν τις συγκρούσεις των «μεγάλο ιδιοκτητών». Καθώς όμως οι τελευταίοι φαγώνονται μεταξύ τους, οι ανταγωνιστές τους βρίσκουν ευκαιρία να κερδίσουν έδαφος. Στο εσωτερικό των κρατών οι άλλες τάξεις εξεγείρονται και πολλές φορές νικούνε. Π.χ Γαλλική επανάσταση.

Πρόσθετα δυνάμεις από άλλες περιοχές του πλανήτη επωφελούνται από την ελάττωση της δύναμης των ευρωπαϊκών κρατών. Π.χ Οθωμανοί.

Ως απάντηση στο καταστροφικό σαράκι της σύγκρουσης οι Ευρωπαίοι «μεγάλο ιδιοκτήτες» κατέφυγαν στην ιδέα της «ένωσης». Το αφήγημα τους συμπυκνώνεται στην άποψη πως τα ευρωπαϊκά κράτη θα πολλαπλασιάσουν τα οφέλη τους, αν ενωθούν κάτω από τον στόχο της αμοιβαία επωφελούς οικονομικής ανάπτυξης, της ειρήνης και της δικαιοσύνης.

Για να υπάρξει όμως αμοιβαία επωφελής ανάπτυξη στην Ευρώπη, χρειάζεται να ενωθούν όλες οι δυνάμεις που παράγουν τον ευρωπαϊκό «πλούτο». Δηλαδή να ενωθούν τα μέσα παραγωγής και η εργατική δύναμη όλης της Ευρώπης.

Όμως οι παραγωγικές δυνάμεις κάθε κράτους ελέγχονται από τους «μεγάλο ιδιοκτήτες». Όσο αυτές ενώνονται, ο έλεγχος τους μεταβιβάζεται από τους «μεγάλο ιδιοκτήτες» του κάθε κράτους, στο σύνολο των «μεγάλο ιδιοκτητών» της Ευρώπης. Έτσι οι άλλες τάξεις της κάθε χώρας έχουν να συνδιαλλαγούν όχι μόνο με τους ισχυρότερους «μεγάλο ιδιοκτήτες» της χώρας τους, αλλά με τους ακόμα ισχυρότερους, συνεταιρισμένους «μεγάλο ιδιοκτήτες» όλης της ηπείρου. Πράγμα που σημαίνει ότι η κατάσταση τους χειροτερεύει περισσότερο. Συνακόλουθα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις τάξεις μεγαλώνει.

Επιπλέον ούτε στο συνεταιρισμό των «μεγάλο ιδιοκτητών» υπάρχει ισοτιμία. Η ιεραρχία στο εσωτερικό του διαμορφώνεται ανάλογα με το μέγεθος του «πλούτου» που κατέχει ο κάθε «μεγάλο ιδιοκτήτης». Με τον ίδιο τρόπο διαμορφώνεται και ο τρόπος λήψης των αποφάσεων.

Έτσι από την οικονομική ανάπτυξη της «ενωμένης Ευρώπης» δεν ωφελούνται ούτε όλες οι τάξεις, ούτε εξίσου όλοι οι «μεγάλο ιδιοκτήτες» – «εταίροι».

Η οικονομική ανάπτυξη που συντελείται ευνοεί τους πιο ισχυρούς «εταίρους».

Το γεγονός αυτό προκαλεί πονοκέφαλο στους πιο αδύναμους «εταίρους». Οι  τελευταίοι έλκονται από τους ισχυρούς γιατί κοντά τους μεγαλώνουν την «ιδιοκτησία» τους, τόσο εις βάρος των άλλων τάξεων στη χώρα τους, αλλά και σε βάρος άλλων χωρών που δε μετέχουν στη διαδικασία της ένωσης. Ταυτόχρονα όμως νιώθουν ανασφάλεια, διότι βλέπουν την «ιδιοκτησία» τους να απειλείται με εξαύλωση από τους ισχυρούς «εταίρους», οι οποίοι μεγαλώνουν απειλητικά όσο προχωρά η ενοποιητική διαδικασία.

Έτσι ακόμα και σε εποχές που η ένωση φαντάζει δελεαστική για όλους τους «μεγάλο ιδιοκτήτες», ο ανταγωνισμός αναμεταξύ τους δε σταματά. Ο κάθε ένας επιδιώκει την πραγματοποίηση της ένωσης για το δικό του συμφέρον. Έτσι οι «εταίροι» δεν αλληλοβοηθούνται για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη. Αντίθετα ανταγωνίζονται, ώστε η επίτευξη της  οικονομικής ανάπτυξης να γίνει υπέρ του ενός και εις βάρος των υπολοίπων.

Όμως ό,τι συμβαίνει στην οικονομία αντανακλάται και στην πολιτική. Έτσι οι ανταγωνισμοί των εταίρων «μεγάλο ιδιοκτητών», μετουσιώνονται σε ανταγωνισμούς εταίρων κρατών. Παράλληλα ο ανταγωνισμός και η βία πάνε πακέτο. Γι’ αυτό και οι απόπειρες ενοποίησης της Ευρώπης ήταν πάντοτε βίαιες.

Αρκεί να θυμηθούμε τις σφαγές που διέπραξε «ο πατέρας της Ευρώπης» Καρλομάγνος, τους Ναπολεόντειους πολέμους, την αντιδραστική Ιερή συμμαχία και το σχέδιο εκ γερμανισμού της Ευρώπης που προσπάθησε να υλοποιήσει το τρίτο Ράιχ.

Διαχρονικά όλες οι προσπάθειες ένωσης της Ευρώπης σκοντάφτουν στο ίδιο εμπόδιο. Στους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα κράτη, που αντανακλούν τις διαμάχες ανάμεσα στις τάξεις της κάθε χώρας και τις διαμάχες ανάμεσα στις «μεγάλο ιδιοκτήτριες» τάξεις όλης της ηπείρου.

Τελικά ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις τάξεις, από τη μια προκαλεί την ανάγκη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, από την άλλη θέτει και τα όρια που αυτή θα διανύσει.

Εν κατακλείδι όσο οι παραγωγικές δυνάμεις της Ευρώπης ελέγχονται από μία μόνο κοινωνική τάξη, ο δρόμος της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα είναι αντιλαϊκός, βίαιος, και επισφαλής.

Ακριβώς αυτόν το δρόμο βαδίζει και η σύγχρονη απόπειρά ενοποίησης της Ευρώπης, αρχικά μέσω της ΕΟΚ και στη συνέχεια μέσω της Ε.Ε.

Σε επόμενα άρθρα θα μιλήσουμε συγκεκριμένα για το πού φαίνεται να καταλήγει αυτή η διαδρομή.

ΠΗΓΗ