Η κυβέρνηση αποδέχθηκε τη μείωση του αφορολόγητου ορίου εισοδήματος για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους κατ’ επάγγελμα αγρότες από τα επίπεδα των 8.636 – 9.545 ευρώ, στα οποία κυμαίνεται σήμερα, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση κάθε φορολογούμενου, στα πολύ χαμηλότερα επίπεδα των 5.500 – 6.000 ευρώ. Η εφαρμογή του νέου μειωμένου αφορολογήτου θα ξεκινήσει από τα εισοδήματα του 2020 ή από τα εισοδήματα του 2019, εφόσον το 2018 το πρωτογενές αποτέλεσμα του Κρατικού Προϋπολογισμού υστερεί σημαντικά από το στόχο του 3,5% του ΑΕΠ.
Από μια πρώτη «ανάγνωση» του μέτρου αυτού προκύπτει ότι όσοι μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατ’ επάγγελμα αγρότες αποκτούν ετήσια εισοδήματα κάτω των 5.500 ευρώ θα γλιτώσουν από την επιβολή φόρου εισοδήματος, επειδή το αφορολόγητο δεν θα πέσει κάτω από το όριο αυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, η μείωση του αφορολόγητου ορίου στα επίπεδα των 5.500-6.000 ευρώ κρύβει άκρως δυσάρεστες εκπλήξεις για περίπου 3.000.000 φορολογούμενους, πολλοί από τους οποίους ζουν αυτή τη στιγμή κάτω από το όριο της φτώχειας.
Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται ακόμη και άνεργοι με μηδενικά ή πενιχρά ετήσια εισοδήματα, της τάξεως των 500, των 1.000, των 2.000 ευρώ ή των 3.000 ευρώ το χρόνο, λόγω περιστασιακής απασχόλησης!
Ακόμη δηλαδή και όσοι βγάζουν 35, 70, 140 ευρώ ή 250 ευρώ το μήνα θα πληρώνουν φόρο! Ο λόγος είναι ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι πολίτες αυτοί δεν φορολογούνται με βάση τα πραγματικά ετήσια εισοδήματά τους, αλλά με βάση εξωπραγματικά ετήσια τεκμαρτά εισοδήματα, συνήθως μεγαλύτερα των 6.000 ή και των 7.000 ευρώ, τα οποία τους προσδιορίζουν οι υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ισχύοντος Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος για τα τεκμήρια διαβίωσης!
Συνεπώς, από τη στιγμή που το αφορολόγητο όριο θα μειωθεί στα επίπεδα των 5.500-6.000 ευρώ, περίπου 1,5 εκατομμύριο χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι που λαμβάνουν μηνιαίως κάτω από 390 ευρώ, δηλαδή έχουν ετήσια πραγματικά εισοδήματα χαμηλότερα των 5.500 ευρώ, θα κληθούν να πληρώσουν φόρο εισοδήματος για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια, καθώς τα τελικά φορολογητέα εισοδήματά τους υπερβαίνουν τις 6.000-7.000 ευρώ, επειδή καθένας από αυτούς βαρύνεται με τεκμαρτό εισόδημα το οποίο προσδιορίζεται αθροιστικά:
α) από το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ αν είναι άγαμος ή των 2.500 ευρώ αν είναι έγγαμος,
β) από το τεκμήριο διαβίωσης της κύριας κατοικίας (είτε αυτή είναι ιδιόκτητη είτε ενοικιαζόμενη είτε δωρεάν παραχωρούμενη), το ποσό του οποίου στις περισσότερες των περιπτώσεων ξεπερνά κατά πολύ τα 2.000-2.500 ευρώ (υπολογίζεται με 40 ευρώ ανά τ.μ. μέχρι τα πρώτα 80 τ.μ. και με 65 ευρώ ανά τ.μ. για τα επόμενα 40 τ.μ., από 81 έως τα 120 τ.μ. κ.λπ.),
γ) από το τεκμήριο διαβίωσης για τη χρήση Ι.Χ. αυτοκινήτου, το οποίο στις περισσότερες των περιπτώσεων ξεπερνά κατά πολύ τις 2.000 ευρώ.
Παρόμοια «τύχη» θα έχουν και άλλοι 1,5 εκατομμύριο φορολογούμενοι στους οποίους περιλαμβάνονται κατ’ επάγγελμα αγρότες, άνεργοι και περιστασιακά απασχολούμενοι με ετήσια εισοδήματα σημαντικά χαμηλότερα των 5.500 ευρώ. Ολοι αυτοί οι πολίτες φορολογούνται με την κλίμακα φόρου εισοδήματος που ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, δηλαδή δικαιούνται κι αυτοί σήμερα αφορολόγητο όριο από 8.636 έως και 9.545 ευρώ. Ως φορολογητέο εισόδημα λαμβάνεται στις περισσότερες περιπτώσεις και αυτών των φορολογουμένων το τεκμαρτό εισόδημα (το οποίο προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης) κι όχι το πραγματικό εισόδημα το οποίο είναι πάρα πολύ χαμηλό. Συνεπώς και αυτοί οι φορολογούμενοι, που σήμερα δεν πληρώνουν καθόλου φόρο εισοδήματος, θα υποχρεωθούν να καταβάλουν το φόρο αυτόν, ο οποίος μάλιστα θα είναι και αρκετά βαρύς.